- ψίμυθος
- ψίμυθοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψίμυθος — και ψίμμυθος και ψίμ(μ)ιθος και ψύμιθος και ψύμυθος και ψήμυθος, ὁ, Α το ψιμύθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ποικιλία τών γραφών με τις οποίες παραδίδεται η λ. οδηγεί στο να υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο τ., κατά μία άποψη αιγυπτιακής προέλευσης] … Dictionary of Greek
ψιμύθοις — ψίμυθος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιμύθῳ — ψίμυθος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФУКУС — • Fucus, φυ̃κος, обозначает 1. род морского пороста (fucus marinus, и франц. orseille), который подмешивался к краске, добываемой из раковин, но отнюдь не служил к предварительной грунтовке шерсти до окраски ее пурпуром. Plin.… … Реальный словарь классических древностей
ψήμυθος — ὁ, Α βλ. ψίμυθος … Dictionary of Greek
ψιμείον — τὸ, Α πιθ. ψιμύθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παρλλ. τ. τού ψίμυθος] … Dictionary of Greek
ψιμμίον — τὸ, Α ψιμύθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παρλλ. τ. τού ψίμυθος] … Dictionary of Greek
ψιμυθία — η, Ν [ψίμυθος] λεπτή λευκή γραμμή σε βυζαντινή εικόνα … Dictionary of Greek
ψιμυθίζω — ΜΑ, και ψιμμυθίζω Α [ψίμυθος] ψιμυθιώνω … Dictionary of Greek
ψιμυθίτης — ο, Ν (ορυκτ.) παλαιότερη ονομασία τού ορυκτού κερουσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίμυθος + ίτης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek